Το «τέλος της ιστορίας» και ο
κόσμος της εργασίας
Η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» το 1989
είχε ως άμεση ιδεολογική συνέπεια την θριαμβευτική αναγγελία του «τέλους της
ιστορίας». Ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας Francis Fukuyama, μέσα από το
βιβλίο του “The End of History and the Last Man” έσπευσε να ανακηρύξει τον νεοφιλελεύθερο
καπιταλισμό αδιαμφισβήτητο νικητή στο πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό και
ιδεολογικό πεδίο.
Ο Fukuyama
προχώρησε τότε στη μεγαλόπνοη πρόβλεψη, περί εξάλειψης των δομικών συγκρούσεων
στην κατοπινή ιστορία της ανθρωπότητας.
Τριάντα χρόνια μετά κάτι τέτοιο δεν
φαίνεται να επιβεβαιώνεται. Δεν είναι μόνο οι πόλεμοι του Δυτικού «ορθολογισμού» (και ο ανερμάτιστος
οριενταλισμός) εναντίον του Ανατολίτικου «ανορθολογισμού» αλλά και ο ακάματος οικονομικός,
κοινωνικός και πολιτισμικός πόλεμος εναντίον «των από κάτω», του κόσμου της
εργασίας, ακόμα και της ίδιας της εργασίας ως πρωταρχικού κοινωνικού γεγονότος.
Το τέλος του «υπαρκτού σοσιαλισμού» αποτέλεσε το κύκνειο άσμα της μεταπολεμικής
κεϋνσιανής διευθέτησης και ενός στοιχειώδους «κοινωνικού συμβολαίου» , καθώς
δεν υπήρχε πλέον το αντίπαλο δέος εκείνο που να θέτει τον καπιταλισμό υπό την
πίεση του κράτους πρόνοιας, των κοινωνικών παροχών και της πλήρους απασχόλησης.
Επιπλέον, τόνοι μελάνης σπαταλήθηκαν από το στρατόπεδο των
νεοφιλελεύθερων προκειμένου να πείσουν ότι δεν υπάρχουν κοινωνίες, παρά μόνο
άτομα (Θάτσερ), ότι η «επιτυχία» και η «καταξίωση» του κάθε ανθρώπου είναι
αποτέλεσμα αποκλειστικά των δικών του προσωπικών κόπων και όχι αποτέλεσμα
συλλογικών κατακτήσεων και συγκεκριμένων πολιτικών πρωτοβουλιών.
Ωστόσο, παρά την προαναφερόμενη πρόβλεψη, ο αναγγελλόμενος θρίαμβος της
φιλελεύθερης καπιταλιστικής δημοκρατίας, ως τελικής μορφής πολιτειακού και
οικονομικού μοντέλου, αποδείχθηκε μέσα σε λιγότερο από είκοσι χρόνια μια τεράστια
φούσκα, αφού είναι πασίδηλο ότι η απορρύθμιση της αγοράς κεφαλαίων αδυνατεί να
οικοδομήσει μια παγκόσμια κοινότητα κοινών συμφερόντων.
Σε ό,τι μας αφορά, ως εργαζόμενους φαίνεται ότι η προσπάθεια των
νεοφιλελεύθερων μας έχει κάνει να «τσιμπήσουμε» στο ότι η θέση μας στον κόσμο
και την αγορά εργασίας περνάει αποκλειστικά μέσα από την ατομική μας προσπάθεια
ως «ελεύθερων επιλογών», ή ότι το συνδικαλιστικό κίνημα είναι κάτι το παρωχημένο,
που αδυνατεί να μας εκφράσει και να φέρει ευνοϊκότερα αποτελέσματα για εμάς. Αποτελέσματα που θα τα πετυχαίναμε και χωρίς
τη διαμεσολάβησή του (έρευνες «ικανοποίησης», πιθανότητα να «πουλήσουμε»
καλύτερα οι ίδιοι το βιογραφικό και τους όρους εργασίας μας απ’ ευθείας με τον
εργοδότη κλπ)
Στο βαθμό που η κριτική προς το συνδικαλιστικό κίνημα γίνεται στις προ πολλού
ξεπερασμένες ηγεσίες του, τότε αυτό είναι και ζητούμενο και υγιές. Ωστόσο, αυτό
είναι άλλο και άλλο η υποταγή στο νεοφιλελεύθερο δόγμα που μας θέλει
αποϊδελογικοποιημένους και σκεπτικιστές ως και εχθρικούς, απέναντι σε κάθε τι
συλλογικό.
Εμείς δε, στον όμιλο του ΟΤΕ αντιμετωπίζουμε και το παράδοξο, οι ίδιοι οι
θιασώτες του νεοφιλελεύθερου δόγματος, που εχθρεύονται φύση και θέση κάθε
σοσιαλιστική, αριστερή ή αναρχική επινόηση, να είναι οι ίδιοι που επικάθονται
με περισσή αλαζονεία πάνω στα «προνόμια» που τους παρείχαν οι αγώνες των
«λαϊκιστών» αγωνιστών του παρελθόντος.
Επιπρόσθετα, με το ένα τους πρόσωπο (του πολιτικού υποκειμένου) πίνουν
νερό στο όνομα της ανάπτυξης μέσω των ελαστικών μορφών εργασίας, την
ανταπεργία, την κατάργηση των ΣΣΕ, υπονομεύουν, απαξιώνουν και συκοφαντούν τη
δράση των κοινωνικών κινημάτων και με το άλλο (του συνδικαλιστικού υποκειμένου)
θα διαπραγματευτούν τη ΣΣΕ, πατώντας στο χώρο που τους αφήνει αφενός η δική μας
απέχθεια για τα κοινά και ο από καιρό καλλιεργημένος ανταγωνισμός μας (Cosmote VS ΟΤΕ, παλιοί VS νέοι, κλπ), αφετέρου η υποταγή μας απέναντι στις προσωπικές
εξυπηρετήσεις που μας υπόσχονται, ώστε και πάλι «ατομικά» να διατηρούμε την
ελπίδα ότι θα πιαστούμε από ένα προσωπικό σωσίβιο επιβίωσης στο ενδοεταιρικό
πέλαγος, έναντι των συναδέλφων μας, που θα πνίγονται αλλά δε θα μας αφορά.
Οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι ίσα ίσα, αυτές οι συνδικαλιστικές ηγεσίες είναι
που συνέβαλαν ώστε να παραμένουμε ανυπεράσπιστοι, αόρατοι, διαιρεμένοι και ότι
αυτό που κατορθώνουν τελικά δεν είναι παρά να αναπαράγουν τη δική τους γραφειοκρατική
ισχύ, εις βάρος μας.
Όπως και να έχει, η αντιστροφή των όρων απαξίωσης της εργασίας και των
φορέων της είναι μια μακρά και επίπονη διαδικασία και πέφτει στις πλάτες του
καθένα και της καθεμιάς μας (στο βαθμό που θα μας ξαναδούμε ως κομμάτια ενός συλλογικού και συναδελφικού σύμπαντος),
η υπεράσπιση της εργασίας σαν αξιακό μέγεθος, σαν περιεχόμενο, σαν κοινωνική
αξία και διαμέσου μιας νέας δημοκρατικής και οργανωτικής ανασυγκρότησης του
κινήματος, να αποδείξουμε ότι το «τέλος της ιστορίας» αφορά τελικά σε ένα
οριστικό τέλος του δικού τους αφηγήματος (νεοφιλελεύθερων) και όχι του δικού
μας (της κοινωνίας των 2/3)
Σέβη Στάικου,
μέλος Δ.Σ. Πολιτιστικού Κέντρου Εργαζομένων Αττικής
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου